μνηστῆρσι

μνηστῆρσι
μνηστήρ
wooer
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μνηστῆρσ' — μνηστῆρσι , μνηστήρ wooer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

  • μέθημαι — (Α) (με δοτ.) κάθομαι μαζί με άλλους («μνηστῆρσι μεθήμενος», Ομ. Οδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἧμαι (πρβλ. κάθ ημαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”